- ἀποδιώκεται
- ἀποδιώκωchase awaypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποδιοπομπαίος — α, ο φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» 1. αυτός που αποδιώκεται από τους συνανθρώπους του ως ανεπιθύμητος 2. άτομο στο οποίο επιρρίπτονται οι ευθύνες των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. «αποδιοπομπούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek